- ἐπιμύλιον
- ἐπιμύλιοςatmasc/fem acc sgἐπιμύλιοςatneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμύλιος — ἐπιμύλιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον η πάνω μυλόπετρα 3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα) τραγούδι που … Dictionary of Greek
ԵՐԿԱՆ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0689 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 13c, 14c գ. μύλος, μύλον mola, molendinum Աղօրիք. եւ քարինք աղալոյ. որպէս երկանաքար կրկին՝ վերին եւ ներքին. ջաղացք, երկանք, երկանի քարը. ... *Ա՛ռ երկան, աղա՛… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)